ακυβέρνητος

ακυβέρνητος
η , ο [ος , ον ]
1) тж. мор. никем не управляемый; 2) не имеющий правительства; находящийся без управления, неуправляемый (о стране, народе);

η χώρα παρέμε(ι)νε ακυβέρνητη επί δυό μήνες — в стране не было правительства в течение двух месяцев;

3) плохо управляемый, имеющий плохое правительство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακυβέρνητος" в других словарях:

  • ἀκυβέρνητος — without steersman masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • ακυβέρνητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κυβερνήτη ή ο κυβερνήτης του δεν είναι καλός: Σπίτι ακυβέρνητο προκοπή δε βλέπει. 2. αυτός που δεν μπορεί να κυβερνηθεί ή κυβερνιέται δύσκολα: Για δυο μέρες το πλοίο πάλευε με τα κύματα ακυβέρνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκυβέρνητον — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc sg ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβερνήτου — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβερνήτους — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβερνήτων — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβερνήτῳ — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβέρνητα — ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυβέρνητοι — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»